- μονομανής
- -ές1. αυτός που κατέχεται από μία έμμονη ιδέα, που πάσχει από μονομανία2. (για συμπεριφορά) αυτή που χαρακτηρίζει τον μονομανή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].
Dictionary of Greek. 2013.